(του Γιώργου Πλειού,
Προέδρου και Καθηγητή του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών)
Η πολιτική σύγκρουση γύρω από το Μνημόνιο, πέρα από τον ταξικό του
χαρακτήρα, σε εθνικό επίπεδο, έχει εστιαστεί -μέχρι σήμερα- κυρίως γύρω
από δύο βασικά ζητήματα. Πρώτον, αν έτσι θα επιτύχουμε ή θα αποτύχουμε
να αντιμετωπίσουμε το χρέος –ώς τώρα ο δρόμος αυτός έχει αποτύχει
παταγωδώς. Δεύτερον, αν η Ελλάδα θα παραμείνει στην Ε.Ε. και την
ευρωζώνη –μέχρι σήμερα η χώρα βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ in και out.
Υπάρχει όμως και μια άλλη πτυχή, ίσως ακόμη πιο ζοφερή, αν κοιτάξει
κανείς μακροπρόθεσμα.
Η στρατηγική του ΔΝΤ είναι η απόσβεση του χρέους και οι
ιδιωτικοποιήσεις, κάτι που φέρνει ύφεση και καθιστά προβληματική την
απόσβεση του χρέους. Η στρατηγική των Γερμανών είναι η απόσβεση του
χρέους στα κράτη της Ε.Ε. και η κινεζοποίηση της ελληνικής οικονομίας.
Δηλαδή η παραγωγή ευρωπαϊκών και ιδίως γερμανικών προϊόντων με φτηνά
ελληνικά χέρια -κάτι που δεν θέλει το ΔΝΤ αφού περιλαμβάνει και τους
ανταγωνιστές της Γερμανίας και άλλων Ε.Ε. χωρών. Στο πλαίσιο αυτό, η
γερμανική στρατηγική μοιάζει πιο ρεαλιστική, αφού έστω και σε συνθήκες
φτώχειας μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη (αν δεν υπολογίσουμε την αντίδραση
του ελληνικού διαπλεκόμενου καπιταλισμού). Ωστόσο, τι μπορεί να σημαίνει
για την Ελλάδα και τους Ελληνες εργαζόμενους μια τέτοια προοπτική;
Η μέχρι τώρα ασκούμενη πολιτική λιτότητας, πέραν της ύφεσης και άλλων
δεινών, έχει προκαλέσει μαζική καταστροφή του ανθρώπινου κεφαλαίου, του
πιο σημαντικού συντελεστή των σύγχρονων οικονομιών. Μερικές από τις
μορφές αυτής της καταστροφής είναι: α) Η μαζική φυγή δεκάδων χιλιάδων
νέων επιστημόνων στο εξωτερικό. Αυτό είναι ήδη μια οικονομική απώλεια,
αφού δεν θα επιστρέψουν μέσω της εργασίας τους τις επενδύσεις του
κράτους στην εκπαίδευσή τους, ενώ θεωρητικά θα λείψουν στη φάση της
ανάπτυξης. Το πρόβλημα έχει και μια ταξική διάσταση, αν λάβουμε υπόψη
ποιοι πλήρωσαν τις εκπαιδευτικές δαπάνες και ποιοι ωφελήθηκαν από αυτές.
β) Η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης με άμεσο αντίκτυπο στην υγεία
του εργατικού δυναμικού. Οι άμεσες και έμμεσες συνέπειες στην υγεία
συνεπάγονται απώλεια εργατοωρών και (δημόσιες και ιδιωτικές) δαπάνες για
την αποκατάσταση των βλαβών υγείας ή, ακόμα χειρότερα, ανεπανόρθωτες
βλάβες με μεγάλο οικονομικό κόστος πέρα από το ανθρωπιστικό. Αλήθεια,
γιατί εξαφανίστηκε από τα φετινά δελτία ειδήσεων η γρίπη (ή οι
αυτοκτονίες); Επαψαν να αρρωσταίνουν οι Ελληνες επειδή συνήθισαν την
παγωνιά; γ) Η μαζική κατάθλιψη, που οδηγεί και μάλιστα με ταχείς ρυθμούς
στην καταστροφή δημιουργικών ικανοτήτων και γνώσεων, σε μια εποχή που
τόσο στο μικροεπίπεδο (της επιχείρησης) όσο και στο μακροεπίπεδο (της
εθνικής οικονομίας) γίνονται εξαιρετικά απαραίτητα στοιχεία. δ) Η
απώλεια συντελεστών (σπίτια, αυτοκίνητα κ.λπ.) οι οποίοι είναι
απαραίτητοι και από οικονομική άποψη στο εργατικό δυναμικό.
Ετσι, αν υποθέσουμε ότι στο μέλλον θα υπάρξει ανάπτυξη (χωρίς να
υπολογίσουμε προς στιγμήν άλλους παράγοντες), τι είδους ανάπτυξη θα
είναι; Σε ποιους τομείς θα συντελεστεί και τι οικονομικά και κοινωνικά
αποτελέσματα θα έχει για τους εργαζόμενους και τη χώρα; Αν λοιπόν
συνεχιστεί η ίδια πορεία αντιμετώπισης της κρίσης, το πιθανότερο είναι
ότι η ελληνική οικονομία θα προσανατολιστεί στην παραγωγή χαμηλής
ποιότητας βιομηχανικά προϊόντα και χαμηλές αμοιβές υπηρεσιών, που θα
ανταγωνίζονται τις αντίστοιχες των ανερχόμενων οικονομιών της Ασίας. Εδώ
αξίζει να αναρωτηθούμε πώς θα γίνει κάτι τέτοιο, αφού η Ελλάδα δεν
υπήρξε πραγματικά βιομηχανική χώρα, αντιθέτως προς τις χώρες της Αν.
Ευρώπης.
Ετσι, προοπτικά, είναι πιθανόν η ταξική και η εθνική όψη να
συγκλίνουν, με αποτέλεσμα μια Ελλάδα -φτηνό εργάτη στον ευρωπαϊκό
καταμερισμό εργασίας και θεατή-εκτελεστή των αποφάσεων στο ευρωπαϊκό
σύστημα πολιτικής εξουσίας, τα οποία διαμορφώνουν χώρες με οικονομίες
αιχμής. Με άλλα λόγια, η πολιτική του μνημονίου, ακόμα και αν κατορθώσει
να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους (πράγμα αμφίβολο), ίσως το μόνο που
θα καταφέρει θα είναι να εξασφαλίσει μια θέση «φαβέλας» για την Ελλάδα
στην ευρωπαϊκή οικονομική και πολιτική γειτονιά.
(ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου