Τρόμος και δέος, θλίψη και οδύνη, οργή και θυμός. Αυτές
είναι οι έξι λέξεις που σκιαγραφούν την πορεία της ελληνικής κοινωνίας
αμέσως μετά το χτύπημα του εγκέλαδου.
Δεκαεπτά χρόνια μετά και όσο μακριά κι αν ακούγεται, η βοή
των 5,9 Ρίχτερ ηχεί στα αυτιά των κατοίκων της Αττικής. Το ρήγμα της
Πάρνηθας «ξύπνησε» και ο σεισμός της 7ης Σεπτεμβρίου του 1999, έχει
αφήσει όχι μόνο πόνο για τους ανθρώπους που πέθαναν τόσο άδικα αλλά και
θυμό για όσους δεν κατάφεραν να δικαιωθούν από τις εγκληματικές
παραλείψεις κάποιων ανεύθυνων-υπεύθυνων αφού η τιμωρία δεν ήρθε ποτέ.
Και αυτό καθώς ο κανόνας της υπεροχής, του ισχυρού παράγοντα, δηλαδή,
επιβεβαιώθηκε στη μνήμη των θανόντων.
Δεκαεπτά χρόνια μετά, και η Αθήνα φαίνεται να μην έχει
συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβη. Ποιο ήταν το μήνυμα που έπρεπε να
παραληφθεί και πώς από τύχη δεν ισοπεδώθηκε ολόκληρη η πρωτεύουσα.
Τι και αν μέσα σε 15 δευτερόλεπτα, στις 14:56, χάθηκαν 143
ζωές, 85 πάλεψαν με την ψυχή τους και κατάφεραν να σωθούν μέσα από τα
συντρίμμια, 2.000 τραυματίστηκαν και 50.000 έμειναν άστεγοι.
Ο σεισμός του Σεπτεμβρίου του 1999 δοκίμασε την Αθήνα και
δυστυχώς από ό,τι φαίνεται το πάθημα δεν μας έγινε μάθημα, την ώρα που το
χτύπημα ενός νέου ισχυρού σεισμού είναι θέμα χρόνου.
Το NEWS 247, με αφορμή την συμπλήρωση των 17 ετών από τον
φονικό σεισμό της Αθήνας, είχε μια ανοιχτή και ειλικρινή συζήτηση με τον
Δρ. Γεράσιμο Α. Παπαδόπουλο Διευθυντή Ερευνών στο Γεωδυναμικό
Ινστιτούτο Αθηνών, αφήνοντας στην άκρη την τρομολαγνεία. Μεγάλη
ανησυχία του ίδιου, το γεγονός ότι το προσεχές διάστημα η χώρα μας θα
πληρώσει τις σοβαρές ελλείψεις που επιδεικνύει στον τομέα της
αντισεισμικής προστασίας.
Ο σεισμός της Αθήνας σημειώθηκε στον ηπειρωτικό ιστό της χώρας και αν
και δεν ήταν ένας πολύ ισχυρός, ήταν ιδιαίτερα καταστροφικός. Τόσο
διότι έγινε μέσα στον αστικό ιστό όσο και για το γεγονός ότι το εστιακό
του βάθος ήταν ιδιαίτερα μικρό καθώς εντοπίστηκε στα 10 με 14 χλμ.
Η δόνηση όπως φάνηκε από μελέτες που έγιναν δεν ήταν μία. Αν
και αρχικά το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο ανακοίνωσε πως ο σεισμός
προκλήθηκε από ρήγμα μήκους 15 χιλιομέτρων που καλύπτει την περιοχή
μεταξύ Πεντέλης και Πάρνηθας, ήρθαν στη συνέχεια τα δορυφορικά δεδομένα η
εξέταση των οποίων έδειξε ότι την 7η Σεπτεμβρίου σημειώθηκαν δύο
σεισμοί, εντάσεως 5,8 και 5,5 Ρίχτερ, σε διαφορετικά ρήγματα και με
διαφορά 3,5 δευτερολέπτων ο ένας από τον άλλο, κάτι που επιβεβαιώθηκε
αργότερα και από σεισμολογική μελέτη. Η απειροελάχιστη διαφορά των δυο
σεισμών μας έδωσε την αίσθηση μιας δόνησης και ουσιαστικά υπήρξε η
βύθιση του ρήγματος της Φυλής και μια επέκτασή του μέχρι τα Άνω Λιόσια
με μήκος έως πέντε χιλιόμετρα.
Πού βρισκόμαστε και τι περιμένουμε
Κατά τον κ. Γεράσιμο Παπαδόπουλο κάθε 4 με 8 χρόνια και κατά
περιπτώσεις το πολύ μέχρι 10 χρόνια σημειώνεται στην Ελλάδα ένας
μεγάλος σεισμός. Ο χρόνος αυτός έχει παρέλθει και πρέπει να είμαστε πολύ
προσεκτικοί.
«Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή εντοπίζουμε κάποια βασικά
στοιχεία. Στην Θεσσαλονίκη σημειώθηκε το 1978 σεισμός 6,5 Ρίχτερ που
ήταν καταστροφικός και πολύνεκρος. Το 1981, είχαμε τον περίφημο σεισμό
των Αλκυονίδων, στον Ανατολικό Κορινθιακό κόλπο, που στην ουσία ήταν
τρεις αλλεπάλληλοι σεισμοί μεγάλου μεγέθους μέσα σε μια βδομάδα. Στις 24
Φεβρουαρίου σημειώθηκε σεισμός μεγέθους 6,7 Ρίχτερ, στις 25 Φεβρουαρίου
6,4 Ρίχτερ και στις 4 Μαρτίου σεισμός με μέγεθος 6,3 Ρίχτερ.
Το 1986 είχαμε μεγάλη σεισμική δόνηση, μεγέθους 6 Ρίχτερ,
στην Καλαμάτα με πολλά θύματα, το 1995 σημειώθηκε στο Αίγιο δόνηση 6,1
Ρίχτερ με πολλά θύματα και φυσικά το 1999 καταγράφουμε τον σεισμό της
Πάρνηθας με 143 θύματα, που ήταν ο τελευταίος ισχυρός στον ηπειρωτικό
κορμό της χώρας.
Βλέπουμε, δηλαδή, ότι από το 1978 έως το 1999 έχουμε κάθε 4 έως 8 το
πολύ 10 χρόνια ένα σημαντικό σεισμικό γεγονός κάτι που σταμάτησε τα
τελευταία 17 χρόνια. Από το 1999 έως σήμερα περνάμε τον στατιστικό μέσο
όρο και θα έρθει αργά η γρήγορα η στιγμή που τέτοιοι σεισμοί θα
σημειωθούν ξανά. Και αυτοί οι σεισμοί είναι πάρα πολύ επικίνδυνοι, διότι
εκδηλώνονται στον ηπειρωτικό κορμό εκεί, δηλαδή, που έχουμε οικιστικά
συγκροτήματα» σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος.
Τα μεγέθη αυτών των ρηγμάτων, σύμφωνα με τον κ. Διευθυντή
Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, είναι της τάξεως έως και 7
Ρίχτερ, όμως δεν σημαίνει ότι θα δώσουν και μέγεθος τόσο υψηλό. «Είδαμε
ότι τα 5,9 Ρίχτερ στην Πάρνηθα ήταν πολύ καταστροφικά και αυτό διότι ο
σεισμός έγινε στο οικιστικό σύνολο και ακόμη και με έναν άρτιο
αντισεισμικό σχεδιασμό δεν μπορούμε να μιλάμε για απόλυτη ασφάλεια. Πολύ
περισσότερο όταν έχουμε παλαιά κτήρια» αναφέρει ο κ.Παπαδόπουλος.
Οι περιοχές με υψηλή σεισμικότητα
Όπως είναι γνωστό το αποκαλούμενο Ελληνικό τόξο είναι αυτό
που εκδηλώνει τους μεγαλύτερους και ισχυρότερους σεισμούς. Αν και ο
χρόνος στατιστικά έχει παρέλθει για την εκδήλωση ενός σοβαρού συμβάντος ο
κ. Παπαδόπουλος ξεκαθαρίζει. «Δεν υπάρχουν έως σήμερα συγκεκριμένες
ενδείξεις για σεισμική δόνηση σε συγκεκριμένη περιοχή. Αυτό που ξέρουμε
και που είναι τμήμα μιας παγιωμένης γνώσης είναι οι περιοχές με την
υψηλότερη σεισμικότητα και οι περιοχές με την χαμηλότερη σεισμικότητα.
Είναι γνωστό, ότι η περιοχή του Ιονίου έχει υψηλή σεισμικότητα και
επαληθεύτηκε πέρσι με τον σεισμό στην Λευκάδα και το 2014 στην Κεφαλονιά
με μέγεθος 6,1 – 6,2 Ρίχτερ.
Βεβαίως και τα Δωδεκάνησα έχουν υψηλή σεισμικότητα και οι
περιοχές στο Ελληνικό τόξο, που ξεκινά από το Ιόνιο, περνά τη ΝΔ
Πελοπόννησο, την Κρήτη και καταλήγει στα Δωδεκάνησα. Από εκεί και πέρα
υπάρχουν περιοχές με χαμηλότερη σεισμικότητα όπως είναι οι περιοχές του
Νοτίου Αιγαίου και οι Κυκλάδες. Στο Βόρειο Αιγαίο έχουμε επίσης υψηλή
σεισμικότητα, όπου τον Μάιο του 2014 σημειώθηκε δόνηση 6,8 Ρίχτερ, η
οποία δεν είχε καθόλου συνέπειες. Υπάρχει, λοιπόν, η γνώση για το πως
κατανέμεται ο σεισμικός κίνδυνος χωρίς όμως αυτό να αποκλείει ότι και
άλλα μικρότερα ρήγματα, χαμηλής σεισμικότητας, μπορούν να μας δώσουν
ισχυρό σεισμό όπως έγινε στην Κοζάνη το 1995 με 6,6 Ρίχτερ» τονίζει.
Κατά καιρούς, σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, γίνονται
έρευνες για να κατανοηθούν καλύτερα οι ιδιότητες των ρηγμάτων και
επιλέγονται κάποιες συγκεκριμένες περιοχές. «Αυτό όμως δεν σημαίνει κατ΄
ανάγκη ότι αναμένουμε έναν δυνατό σεισμό από το σημείο που συλλέγουμε
περισσότερα στοιχεία. Έχουμε ζήσει αιφνιδιασμούς όπως έγινε με τον
σεισμό της Πάρνηθας, ο οποίος δεν αναμενόταν με την μακροπρόθεσμη
έννοια, καθώς και το ρήγμα δεν ήταν χαρτογραφημένο και δεν γνωρίζαμε ότι
μπορεί να δώσει το μέγεθος που καταγράφηκε.
Αυτό που οφείλει να ξέρει ο κόσμος είναι όσα έλεγε ο
αείμνηστος Ακαδημαϊκός και πρώην Διευθυντής μας Άγγελος Γαλανόπουλος ,
ότι “δεν υπάρχει ούτε μια γωνιά του ελλαδικού χώρου που να μην έχει το
δυναμικό να φιλοξενήσει μια ή περισσότερες εστίες ισχυρών σεισμών στο
μέλλον”. Άρα η προσοχή του συστήματος αντισεισμικής προστασίας θα
πρέπει να καλύπτει όλη τη χώρα και αυτό γιατί στατιστικά γνωρίζουμε πως
κατά μέσο όρο κάθε χρόνο έχουμε μια σεισμική δόνηση 6 Ρίχτερ και κάθε
δυο χρόνια μια δόνηση 6,5 Ρίχτερ ή και μεγαλύτερο άλλοτε στη θάλασσα και
άλλοτε στην ηπειρωτική χώρα» επισημαίνει ο Διευθυντής Ερευνών του
Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθηνών.
1999 έως σήμερα μας έγινε το πάθημα, μάθημα;
Αυτό που θα περιμέναμε μετά από έναν σεισμό που προκάλεσε
143 θύματα – τον πλέον πολύνεκρο μετά τον εξολοθρευτικό σεισμό του
Ιονίου το 1953 στην Κεφαλονιά- είναι να έχουν γίνει δραστικές αλλαγές
στην αντισεισμική πολιτική της χώρας.
Έγιναν μόλις δυο πράγματα τα οποία
δεν ήταν δραστικά. Αναθεωρήθηκε μερικώς ο αντισεισμικός κανονισμός,
μπήκε ένα όριο, που πολλοί λένε ότι δεν είναι κατάλληλο, και χωρίστηκε η
Αττική ως προς τον Κηφισό σε δύο τμήματα. Το ένα τμήμα Ανατολικά από το
Κηφισό θεωρήθηκε μικρότερης σεισμικότητας και Δυτικά υψηλότερης
σεισμικότητας.
Το δεύτερο που έγινε, όπως αναφέρει ο κ. Παπαδόπουλος,
είναι το 2001 όταν με απόφαση του ΥΠΕΧΩΔΕ ξεκίνησε το πρόγραμμα
προσεισμικού ελέγχου των δημοσίων κτηρίων της χώρας, τα οποία είναι
περίπου 80.000. «Σήμερα 17 χρόνια μετά τον σεισμό της Αθήνας έχουν
ελεγχθεί μόλις 12.000 κτίρια. Χρειαζόμαστε δηλαδή 120 χρόνια για να τα
ελέγξουμε όλα. Άρα εδώ μιλάμε ότι έχουμε ένα σοβαρότατο πρόβλημα και
κάτι δεν έχει προχωρήσει καλά.
Υπήρχε, επίσης ένα τμήμα του προγράμματος
που αφορούσε τα σχολικά κτήρια, με τον πρώην ΟΣΚ να είχε ελέγξει έως το
2009-2010 όπου και καταργήθηκε, περίπου το 25% των σχολείων. Τις
αρμοδιότητές του ανέλαβαν στη συνέχεια οι δήμοι οι οποίοι με τα τεράστια
οικονομικά προβλήματα δεν κατάφεραν να συνεχίσουν το πρόγραμμα και το
ευαίσθητο κομμάτι των σχολείων στην χώρα φρέναρε. Σημειώστε επίσης ότι
και η εξαγγελία για μητρώο κατασκευαστών ιδιωτικών κτηρίων έμεινε στα
χαρτιά» αναφέρει ο κ. Παπαδόπουλος.
(ΠΗΓΗ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ: http://news247.gr/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου