(του Δημήτρη Καζάκη)
Στις 2 Μαρτίου 2012 οι αρχηγοί των 25 από τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέγραψαν αυτό που αποκαλείται νέα «Συνθήκη Σταθερότητας» ή «Δημοσιονομική Συνθήκη». Την συμφωνία φυσικά υπέγραψε και η δοτή κυβέρνηση Παπαδήμου. Είχε μήπως και γι’ αυτό εξουσιοδότηση; Ή έστω μάθατε τίποτε για την νέα Συνθήκη που στα κρυφά και χωρίς πολλά-πολλά αποδέχτηκε η συγκυβέρνηση των δοσιλόγων; Ας δούμε τι προβλέπει.
Η επίσημη ονομασία της είναι «Συνθήκη για την Σταθερότητα, τον Συντονισμό και την Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση». Η νέα Συνθήκη έρχεται να αντικαταστήσει, ή όπως επίσημα λέγεται να «τροποποιήσει» την Συνθήκη της Λισαβόνας. Βασίζεται στην Συμφωνία των Έξη Κατευθύνσεων για την οικονομική διακυβέρνηση στην ΟΝΕ, με βάση την οποία αφαιρούνται από τα κράτη μέλη και τα τελευταία δικαιώματα στην σύνταξη του εθνικού προϋπολογισμού τους, καθώς και στην εποπτεία της συνολικής οικονομικής πολιτικής τους, τα οποία μεταφέρονται στα κεντρικά όργανα της ευρωζώνης και της ΕΕ.
Η νέα αυτή Συνθήκη αποτελείται επίσης από το αποκαλούμενο Ευρωπαϊκό Φρένο του Χρέους και από έναν αυτόματο μηχανισμό λιτότητας και περικοπών του προϋπολογισμού. Το «Ευρωπαϊκό Φρένο Χρέους» ουσιαστικά σημαίνει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή τα κράτη-μέλη που υπογράφουν την Συνθήκη, δεσμεύονται να διατηρούν έναν ισορροπημένο προϋπολογισμό, ή έναν προϋπολογισμό με πρωτογενή πλεονάσματα. Για να τηρηθεί αυτός ο κανόνας, το πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού δεν πρέπει να υπερβαίνει ένα πιθανό έλλειμμα της τάξης του 0,5% επί του ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμη βάση (Άρθρο 3, παρ. 1). Να θυμίσουμε εδώ ότι από την εποχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ ότι βασικό κριτήριο για το έλλειμμα ήταν το 3% επί του ΑΕΠ. Τώρα γίνεται πιο αυστηρό. Αν σκεφτούμε ότι για να τηρηθεί το αρχικό κριτήριο του Μάαστριχτ οδηγηθήκαμε στην έκρηξη της οριζόντιας λιτότητας και του χρέους (ιδιωτικού και δημόσιου) που ζουν σήμερα όλες οι χώρες του ευρώ, μηδενός εξαιρουμένης, τότε δεν χρειάζεται να αναρωτηθούμε τι θα συμβεί με το νέο κριτήριο. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι πρώτες χώρες που δημοσιονομικά παραβίασαν το κριτήριο του 3% για το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν η Γαλλία και η Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Και από τότε ούτε η μια, ούτε η άλλη κατόρθωσαν να το κρατήσουν κάτω από το αρχικό κριτήριο. Σας λέει κάτι αυτό;
Πώς γίνεται να κρατήσει μια χώρα το κριτήριο στο 0,5%, όταν ούτε καν οι πιο ανεπτυγμένες χώρες της ευρωζώνης δεν μπορούν να το φτάσουν; Αν στην προσπάθεια να επιτευχθεί το κριτήριο του 3% οδήγησε την ευρωζώνη σε ιστορικό ρεκόρ ανεργίας που αισίως ξεπερνά κατά μέσο το 10% σύμφωνα με την Eurostat, τότε οι οριζόντιες βαθιές περικοπές και η λιτότητα που απαιτείται για το κριτήριο του 0,5% θα οδηγήσουν τουλάχιστον σε διπλάσια ανεργία.
Επίσης, η νέα Συνθήκη περιλαμβάνει όχι μόνο κανόνες για το «νέο χρέος», αλλά επίσης και ένα πολύ αυστηρό καθεστώς για την απομείωση του υπάρχοντος χρέους. Το κριτήριο του χρέους που θέτει η νέα Συνθήκη είναι 60% επί του ΑΕΠ (Άρθρο 4), όπως και ήταν και με τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Για όσες χώρες υπερβαίνουν αυτό το επίπεδο του χρέους, τότε αυτές είναι υποχρεωμένες να μειώσουν το χρέος τους με ρυθμό 1/20 κάθε χρόνο μέχρις ότου να πέσει κάτω από το 60%.
Αν τυχόν και δεν μπορέσουν να το καταφέρουν τότε ένας «διορθωτικός μηχανισμός» πυροδοτείται αυτόματα (Άρθρο 3, παρ. 1). Η συγκεκριμένη μορφή αυτού του μηχανισμού δεν περιγράφεται πουθενά σ’ ολόκληρη την Συνθήκη και έτσι επαφίεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο Eurogroup. Η Συνθήκη παρέχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το δικαίωμα να ελέγχει τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή τα κράτη-μέλη, στην προσπάθειά τους να εφαρμόσουν το φρένο του χρέους και το μηχανισμό λιτότητας και να τα περάσουν στο εθνικό τους δίκαιο (Άρθρο 8, παρ. 1). Αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμπεράνει ότι κάποιο κράτος μέλος έχει παραβιάσει τις υποχρεώσεις του, τότε «το θέμα θα τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από ένα ή περισσότερα από τα συμβαλλόμενα μέρη.» Αν το υπόδικο συμβαλλόμενο μέρος δεν πάρει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την κρίση του Δικαστηρίου, τότε το Δικαστήριο μπορεί ακόμη και να επιβάλλει μονομερώς χρηματικό πρόστιμο που ισούται έως το 0,1% επί του ΑΕΠ (Άρθρο 8, παρ. 2). Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι η προσφυγή εναντίον του συμβαλλόμενου μέρους που παραβιάζει τα κριτήρια και τις εντολές που δέχεται από την Επιτροπή μπορεί να είναι ένα οποιοδήποτε άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Ποιο κράτος-μέλος θα τολμήσει να στείλει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο την Γερμανία, ή την Γαλλία, ακόμη κι αν έχουν κάνει σουρωτήρι τα νέα κριτήρια; Και ποια σύνθεση Δικαστηρίου θα τολμήσει ποτέ να πάρει απόφαση με ρήτρες και πρόστιμα εναντίον της Γερμανίας, ή της Γαλλίας ακόμη κι αν βρεθεί κράτος-μέλος που θα τολμήσει να τις παραπέμψει;
Ο «αυτόματος μηχανισμός» που προβλέπεται από την Συνθήκη και επιβάλλεται από την Επιτροπή με οριζόντιες περικοπές και άγρια λιτότητα πρέπει να περάσει και στα εθνικά συστήματα δικαίου «με διατάξεις που έχουν δεσμευτική ισχύ και μόνιμο χαρακτήρα, κατά προτίμηση μέσω συνταγματικής τροποποίησης» (Άρθρο 3, παρ. 2). Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των μέτρων που προβλέπονται, ιδίως η επιβολή του φρένου του χρέους και του μηχανισμού λιτότητας στο εθνικό δίκαιο, όπως και ο καθορισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως εκτελεστικό όργανο της νέας Συνθήκης, δεν έχει νομικό έρεισμα ούτε καν στις Συνθήκες της ΕΕ. Για παράδειγμα, παραβιάζεται το Άρθρο 48 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προβλέπει την συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων όπως και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην εκπόνηση των πολιτικών που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη και στην ΕΕ.
Με την νέα Συνθήκη οι αρχηγοί των συμβαλλόμενων κρατών μελών παρακάμπτουν εντελώς τις ήδη εξαιρετικά αδύναμες έως ανύπαρκτες εγγυήσεις του δημοκρατικού και δικαστικού ελέγχου εντός της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι τα νέα μέσα της λιτότητας, τα οποία πλήττουν βαθιά τα κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα των λαών, ακόμη κι αυτά τα λίγα που προβλέπονται από την ιδρυτική συνθήκη της ΕΕ, η οποία τουλάχιστον εξασφαλίζει τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, ανεξάρτητο δικαστικό έλεγχο, τον διαχωρισμό των εξουσιών, τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και τη συμμόρφωση με νομικές διαδικασίες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με την ιδρυτική Συνθήκη της, όχι μόνο δεσμεύεται η ίδια, αλλά και τα κράτη μέλη της να σέβονται τις δημοκρατικές και συνταγματικές αρχές (άρθρο 2), απαιτεί, εξάλλου, ότι τα κράτη μέλη πρέπει «να απέχουν από κάθε μέτρο που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων της Ένωσης» (άρθ. 4 παρ. 2.).
Οι εμπνευστές της νέας Συνθήκης φοβούνται τόσο πολύ την αντίδραση των λαών στα κράτη μέλη που φρόντισαν αφενός να περάσει η όλη υπόθεση όσο πιο αθόρυβα γίνεται, αλλά και στην περίπτωση που υπάρξουν δυσκολίες προέβλεψαν τα εξής: Σε αντίθεση με τη διάταξη σχετικά με την αναθεώρηση των ευρωπαϊκών συνθηκών, η επικύρωση μόνο δώδεκα συμβαλλομένων μερών (άρθρο 14 παρ. 2.), όχι όλων των κρατών μελών (όπως προβλέπει το άρθρο 48 παρ. 4. της Συνθήκης της ΕΕ), είναι επαρκής για το δημοσιονομικό Σύμφωνο να τεθεί σε ισχύ. Έτσι ακόμη κι αν ο Ιρλανδικός λαός ψηφίσει «όχι» στο δημοψήφισμα που έχει εξαγγελθεί, δεν σημαίνει απολύτως τίποτε. Θα εφαρμοστεί στην Ιρλανδία το συγκεκριμένο Σύμφωνο, είτε το θέλει, είτε δεν το θέλει ο Ιρλανδικός λαός.
Η πρόβλεψη αυτή επιτρέπει σε πολιτικούς όπως ο Γάλλος σοσιαλιστής υποψήφιος Ολάντ να δημαγωγούν προβάλλοντας την αντίθεσή τους στην νέα Συνθήκη, την ίδια ώρα που γνωρίζει πολύ καλά ότι θα εφαρμοστεί έτσι ή αλλιώς. Αν ήθελε στ’ αλήθεια να αρνηθεί το Δημοσιονομικό Σύμφωνο θα μπορούσε να δεσμευτεί ότι με την εκλογή του η Γαλλία δεν θα το εφαρμόσει. Όμως δεν λέει κάτι τέτοιο. Απλά ασκεί ανέξοδη κριτική, ενώ ταυτόχρονα δηλώνει ότι θα σεβαστεί τις «διεθνείς δεσμεύσεις» της χώρας. Το ίδιο παραμύθι πουλάει και η Ευρωπαϊκή Αριστερά, η οποία στα λόγια αντιτίθεται, αλλά αρνείται να πάρει θέση για την μη εφαρμογή της όπου ο λαός πει «όχι».
Επιπλέον, υπάρχει ένα ακόμη ισχυρό κίνητρο στο δημοσιονομικό Σύμφωνο που καθιστά την κύρωση εναντίον μιας δημοκρατικής πλειοψηφίας ακόμη πιο πιθανή: η επικύρωση του Συμφώνου, η εφαρμογή της και επιβολή των νέων μέσων λιτότητας αποτελούν προϋποθέσεις για τη χορήγηση ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Επομένως για χώρες όπως η Ελλάδα, υποψήφιες για τον ΕΜΣ, δεν μπαίνει καν θέμα επικύρωσης με δημοκρατική νομιμοποίηση. Η χαρά του Παπαδήμου και της συμμορίας του.
Η ρήτρα σχετικά με τον μηχανισμό λιτότητας μπορεί να αποδειχθεί ένας ακόμη δούρειος ίππος για την νομική υπόσταση της δημοκρατίας. Λόγω του γεγονότος ότι ο «διορθωτικός μηχανισμός» στο πλαίσιο του δημοσιονομικού Συμφώνου παραμένει απροσδιόριστος, επιτρέπεται μια ποικιλία μέσων και μεθόδων. Η ορολογία «αυτόματη ενεργοποίηση του διορθωτικού μηχανισμού» (άρθρο 3 παρ. 1) παραπέμπει σε σκληρά μέτρα και παρεμβάσεις, που μπορεί να κυμαίνονται από μια αυτόματη δραστική περικοπή των δημοσίων δαπανών, έως μια αντίστοιχη αύξηση στην έμμεση φορολογία, ή τη δημιουργία ενός ειδικού λογαριασμού παρόμοιο με εκείνον που επιβλήθηκε στην Ελλάδα για να χρησιμοποιούνται τα τακτικά κρατικά έσοδα για την αποπληρωμή του χρέους. Εν πάση περιπτώσει, τα κοινοβούλια χάνουν κάθε δυνατότητα δημοκρατικού ελέγχου πάνω στην συγκεκριμένη σύνθεση του μηχανισμού λιτότητας μόλις επικυρωθεί το δημοσιονομικό Σύμφωνο. Η Επιτροπή είναι de jure ο μόνος υπεύθυνος για να καθορίσει τη συγκεκριμένη σύνθεση του μηχανισμού λιτότητας.
Ακόμη πιο προβληματικό είναι ότι αρκετές διατάξεις του δημοσιονομικού Συμφώνου περιβάλλει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με κυριαρχικά δικαιώματα. Αυτό συμβαίνει κατά παράβαση κάθε έννοιας εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου. Ενώ η ευρωπαϊκή νομοθεσία προβλέπει ότι το Δικαστήριο της ΕΕ μπορεί να επιληφθεί με την επίλυση των διαφορών μεταξύ των κρατών μελών (άρθρο 273 ΣΛΕΕ), οι Συνθήκες δεν προβλέπουν ισοδύναμη ανάθεση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτός του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Για μια ακόμη φορά, αυτό θα απαιτούσε την αναθεώρηση των Συνθηκών. Ομοίως, το ίδιο ισχύει και για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο που απέκτησε την αρμοδιότητα μέσω του δημοσιονομικού Συμφώνου για την επιβολή χρηματικών προστίμων 0,1% του ΑΕΠ, δεδομένου ότι το αντίστοιχο άρθρο του ευρωπαϊκού δικαίου (άρθρο 273) δεν παρέχει νομική βάση για αυτές τις χρηματικές ποινές. Το άρθρο που επιτρέπει μόνο για το Δικαστήριο να ενεργήσει ως διαιτητικό δικαστήριο για τα κράτη μέλη, αλλά δεν δίνει το Δικαστήριο το δικαίωμα για την επιβολή αυστηρών προστίμων.
Από την σκοπιά της δημοκρατίας τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Δεδομένου ότι στο πλαίσιο του δημοσιονομικού Συμφώνου, η Επιτροπή δεν εντάσσεται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαίου, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ισχυρή εκτελεστική αρχή χωρίς κανένα δημοκρατικό και δικαστικό έλεγχο. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων έχουν δημιουργήσει de jure μια ανεξέλεγκτη, αυτόνομη διοίκηση, για να καθορίσει τον μηχανισμό λιτότητας και να εποπτεύει την εφαρμογή του φρένου του χρέους.
Ακόμη πιο προβληματικό είναι ότι αρκετές διατάξεις του δημοσιονομικού Συμφώνου περιβάλλει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με κυριαρχικά δικαιώματα. Αυτό συμβαίνει κατά παράβαση κάθε έννοιας εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου. Ενώ η ευρωπαϊκή νομοθεσία προβλέπει ότι το Δικαστήριο της ΕΕ μπορεί να επιληφθεί με την επίλυση των διαφορών μεταξύ των κρατών μελών (άρθρο 273 ΣΛΕΕ), οι Συνθήκες δεν προβλέπουν ισοδύναμη ανάθεση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτός του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Για μια ακόμη φορά, αυτό θα απαιτούσε την αναθεώρηση των Συνθηκών. Ομοίως, το ίδιο ισχύει και για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο που απέκτησε την αρμοδιότητα μέσω του δημοσιονομικού Συμφώνου για την επιβολή χρηματικών προστίμων 0,1% του ΑΕΠ, δεδομένου ότι το αντίστοιχο άρθρο του ευρωπαϊκού δικαίου (άρθρο 273) δεν παρέχει νομική βάση για αυτές τις χρηματικές ποινές. Το άρθρο που επιτρέπει μόνο για το Δικαστήριο να ενεργήσει ως διαιτητικό δικαστήριο για τα κράτη μέλη, αλλά δεν δίνει το Δικαστήριο το δικαίωμα για την επιβολή αυστηρών προστίμων.
Από την σκοπιά της δημοκρατίας τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Δεδομένου ότι στο πλαίσιο του δημοσιονομικού Συμφώνου, η Επιτροπή δεν εντάσσεται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαίου, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ισχυρή εκτελεστική αρχή χωρίς κανένα δημοκρατικό και δικαστικό έλεγχο. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων έχουν δημιουργήσει de jure μια ανεξέλεγκτη, αυτόνομη διοίκηση, για να καθορίσει τον μηχανισμό λιτότητας και να εποπτεύει την εφαρμογή του φρένου του χρέους.
Το δημοσιονομικό Σύμφωνο δεν περιέχει διατάξεις για την ακύρωση του, όπως συμβαίνει συνήθως με τις Διεθνείς Συνθήκες που παρέχουν συγκεκριμένες ρήτρες περί της καταγγελίας τους. Μονομερής καταγγελία θα αποτελέσει επομένως το έναυσμα για να κατηγορηθεί το κράτος που έχει προβεί στην καταγγελία για διεθνείς παράνομες πράξεις με βάση το διεθνές εθιμικό δίκαιο. Επιπλέον, τα συμβαλλόμενα μέρη δικαιούνται αποζημίωσης λόγω της μονομερούς καταγγελίας και είναι σε θέση να προβούν σε αντίποινα για να αναγκάσουν το κράτος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Πρόκειται με άλλα λόγια για Συνθήκη-Φυλακή για λαούς και χώρες.
Ως αποτέλεσμα, η προκλητική αρχικά αναφορά στην Συνθήκη περί «λιτότητας για πάντα» είναι πέρα για πέρα αληθινή. Αυτό αποτυπώνεται συνοπτικά από την ηγετική φυσιογνωμία της κυβερνώσας κλίκας των ευρωπαϊκών κρατικών μηχανισμών, την Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, όταν σχολίασε: «Το δημοσιονομικό Σύμφωνο πρόκειται να εισάγει φρένα χρέους μόνιμα στα εθνικά νομικά συστήματα. Θα διαθέτουν δεσμευτική και αιώνια ισχύ!»
Το ερώτημα μετά απ’ όλα αυτά είναι ένα: Μπορεί οποιοσδήποτε διαθέτει στοιχειώδη δημοκρατική ευαισθησία να είναι υπέρ μιας τέτοιας Συνθήκης;
(ΠΗΓΗ: εφημερίδα Το Χωνί)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου