(του Μάριου Ευρυβιάδη,
Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πάντειου Πανεπιστημίου)
Δυο γεγονότα, φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους βρίσκονται υπό
εξέλιξη ή έχουν προγραμματισθεί τούτη την περίοδο στη γειτονιά μας. Το
υπό εξέλιξη γεγονός που άρχισε στις 21 Οκτωβρίου και ολοκληρώνεται,
είναι η ανά διετία κοινή άσκηση ανάμεσα σε αμερικανικές δυνάμεις που
σταθμεύουν στην Ευρώπη (US European Command) και δυνάμεις του Ισραήλ.
Γνωστή με την κωδική ονομασία ''Austere Challenge 12'', η άσκηση αυτή
που λαμβάνει χώρα στο Ισραήλ, δοκιμάζει την ετοιμότητα των δυο κρατών να
ανταποκριθούν σε μια πυραυλική επίθεση εναντίον του Ισραήλ.
Το άλλο γεγονός είναι ένα μεγάλο διεθνές συνέδριο για τα δέκα χρόνια
που βρίσκεται στην εξουσία το τουρκικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης
του Τούρκου Ισλαμιστή Ταγίπ Ερντογάν. Το συνέδριο αυτό που τιτλοφορείται
“Ten Years Since the Rise to Power of the Justice and Development Party
in Turkey”, November 14-15, 2012, θα λάβει χώρα στο Ισραήλ.
Συγκεκριμένα διοργανώνεται υπό την αιγίδα του ''The Institute for
National Security Studies (INSS)'', ενός υπερσυντηρητικού think tank
του Τελ Αβίβ. Συμμετέχουν επιφανή πρόσωπα από το Ισραήλ, την Τουρκία και
τις ΗΠΑ
Ξεχωριστά το καθένα από τα δυο αυτά γεγονότα, αλλά και τα δύο μαζί επιχειρούν, δια της πλαγίας, να επανασυστήσουν την «χρυσή εποχή» των αμερικανο-τουρκο-ισραηλινών σχέσεων της δεκαετίας του 1980. Η τριγωνική σχέση ανάμεσα σε Ουάσιγκτον, Άγκυρα και Ιερουσαλήμ, άνθισε επί προεδρίας Ρέηγκαν σχεδόν ταυτόχρονα με την αναβίωση του Ψυχρού Πολέμου. Τα γεγονότα που εγκαινίασαν την χρυσή εποχή ανάμεσα στις τρείς χώρες είχαν αρχίσει επί Προεδρίας Κάρτερ. Ήταν η «απώλεια» του στρατηγικού εταίρου των ΗΠΑ και του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, του Σάχη της Περσίας (1978-1979) και η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν (1979).
Η «απώλεια» του Ιράν και, η μετατροπή του από το καθεστώς των μουλλάδων σε μετωπικό εχθρό των Αμερικανών και των Ισραηλινών, τους κατά τον Αγιατολάχ Χομεϊνί «Μεγάλο» και «Μικρό» Σατανά, εκτόξευσε στα ύψη την γεωπολιτική αξία της Τουρκίας στους σχεδιασμούς, πρωτίστως, της Ουάσιγκτον και δευτερευόντως του Ισραήλ. Το αμερικανικό πεντάγωνο εκπόνησε το Δόγμα Γουόλστάτερ (Wohlstetter Doctrine) για την Τουρκία, που καθιστούσε την Ανατολική Τουρκία (Κουρδιστάν) ως το αμερικανικό εφαλτήριο για στρατιωτική επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή. Δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική και οικονομική βοήθεια δόθηκαν από την Ουάσιγκτον στην Άγκυρα, ενώ Τουρκία και Ισραήλ, υπό την καθοδήγηση της Ουάσιγκτον, αναζωογόνησαν την υφιστάμενη από τις αρχές του 1950 στρατιωτική τους συμμαχία. Ουσιαστικά το Ισραήλ ανέλαβε να παρέχει υψηλού επιπέδου τεχνολογία στην Τουρκία, τεχνογνωσία για την κατίσχυση του κουρδικού αντάρτικου, διευκολύνσεις στη διεθνή δανειοδότηση της Τουρκίας και άμεση υποστήριξη των τουρκικών θέσεων σε διεθνή φόρα και κυρίως υποστήριξη των τουρκικών θέσεων στην Ουάσιγκτον κατά των Αρμενίων, της Ελλάδας και της Κύπρου.
Ως αντάλλαγμα το Ισραήλ κέρδισε το «στρατηγικό βάθος» που του προσέφερε η γεωγραφία της Μικράς Ασίας έναντι σημαντικών εχθρών όπως ήταν η Συρία του Άσσαντ, το Ιράκ του Χουσεΐν και το Ιράν των μουλλάδων.
Από τη «χρυσή εποχή» του τριγώνου Ουάσιγκτον – Άγκυρας – Ιερουσαλήμ πέρασαν δυο δεκαετίες με δυο δραματικές διεθνείς εξελίξεις. Προηγήθηκε ο τερματισμός του Ψυχρού Πολέμου και εμφανίστηκε δυναμικά το φαινόμενο του ισλαμικού ριζοσπαστισμού- φονταμενταλισμού και το συναφές με αυτό φαινόμενο του πολιτικού Ισλάμ. Η πιο πρόσφατη έκφανση του πολιτικού / φονταμενταλιστικού Ισλάμ είναι οι χαοτικές πολεμικο – πολιτικές εξελίξεις στον αραβικό κόσμο, σήμερα.
Στο μεσοδιάστημα είχαμε και δυο επιμέρους εξελίξεις. Η μια ήταν η συνεχιζόμενη αδυναμία διευθέτησης του Παλαστινιακού ζητήματος. Το γεγονός αυτό προκάλεσε και προκαλεί τριβές στις αμερικανο-ισραηλινές σχέσεις οι οποίες επί Προεδρίας Ομπάμα εκφράσθηκαν δημόσια και στο υψηλότερο επίπεδο. Τριβές μεταξύ των δυο υφίστανται και για το θέμα του Ιράν που την περίοδο αυτή φαίνεται να κυριαρχούν στις αμερικανο-ισραηλινές σχέσεις.
Η άλλη εξέλιξη ήταν η σταδιακή αποδόμηση της τουρκο-ισραηλινής συμμαχίας. Η αποδόμηση αυτή ναι μεν κλιμακώθηκε επί εποχής του Ισλαμιστή Ερντογάν, αλλά άρχισε πολύ πριν – από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Δυο ήταν οι κύριοι λόγοι. Ο ένας υπήρξε απότοκο της σταδιακής αυτονόμησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από την «καθοδήγηση» της Ουάσιγκτον στην μεταψυχροπολεμική εποχή. Ο άλλος υπήρξε η αυξανόμενη «αυτοπεποίθηση» των Kεμαλιστών ότι δεν είχαν πλέον την ανάγκη του Ισραήλ και της εβραϊκής διασποράς. Ωστόσο, και οι δύο λόγοι δεν ήταν αρκετοί για τη διάρρηξη των σχέσεων ανάμεσα στους δυο συμμάχους.
Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε με την σταθερή άνοδο του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία και τον εσωτερικό αγώνα ισχύος ανάμεσα στους Κεμαλιστές και τους ανερχόμενους ισλαμιστές που είναι παρεμπιπτόντως και θεματικοί του προαναφερθέντος συνεδρίου. Οι ισλαμιστές του Ερντογάν λόγω κυρίως του δημογραφικού (γεννιούνται περισσότεροι θρησκευόμενοι Τούρκοι παρά Τούρκοι Kεμαλιστές) κέρδισαν κατά κράτος, ευνουχίζοντας πολιτικά τους κεμαλιστές. Και χωρίς τους Kεμαλιστές στην εξουσία, ο τουρκο-ισραηλινός άξονας, που ήταν ένας κατ’ εξοχήν εργαλειακός άξονας, είχε ημερομηνία λήξης.
Η αμερικανο-ισραηλινή άσκηση αλλά κυρίως το ισραηλινο-τουρκικό συνέδριο είναι μια (τελευταία;) υψηλού επιπέδου προσπάθεια κάτω από αμερικανική καθοδήγηση, να επανέλθουν οι παλιές καλές εποχές στις σχέσεις ανάμεσα στα τρία κράτη. Η αιτιολογία, κυρίως για την αποκατάσταση σήμερα των σχέσεων Άγκυρας – Ιερουσαλήμ είναι κατ’ αναλογία αντίστοιχη με αυτή της εποχής Ρέηγκαν. Είναι η πολιτική ρευστότητα που προκύπτει από τις χαώδεις εξελίξεις και η απειλή (πραγματική ή μπαμπούλα) ενός φονταμενταλιστικού Ιράν οπλισμένου, τούτη τη φορά, και με πυρηνικά όπλα.
Η κοινή αμερικανο-ισραηλινή άσκηση, η μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα, είναι επαναβεβαίωση της δέσμευσης της Ουάσιγκτον, επί προεδρίας Ομπάμα τούτη τη φορά, για την εξουδετέρωση της όποιας απειλής (σήμερα του Ιράν, αύριο από αλλού) κατά της ασφάλειας του Ισραήλ.
Ως προς το συνέδριο, αυτό οργανώθηκε στο Ισραήλ και στον συγκεκριμένο φορέα καθ’ υπόδειξη της Ουάσιγκτον. Η οργάνωσή του υπήρξε απότοκο της επίσκεψης, πριν περίπου ένα μήνα του αρχηγού της CΙΑ Στρατηγού Πετρέους στην Άγκυρα και στην Ιερουσαλήμ. Οι όποιες προσπάθειες του Πετρέους για άμεση συμφιλίωση με δική του διαμεσολάβηση απέτυχαν, όχι λόγω υπαιτιότητας του Ισραήλ αλλά της Τουρκίας.
Το συγκεκριμένο συνέδριο, με σύνεδρους όπως την πρώην υπουργό Εξωτερικών του Ισραήλ Λίβνι, ίσως να είναι η τελευταία προσπάθεια για να κυριαρχήσει «μια αμερικανική λογική» που σε άλλες εποχές θα υπερακόντιζε τις όποιες διαφορές και προβλήματα. Σήμερα όμως έχουν συντελεστεί ριζοσπαστικές αλλαγές στη Μέση Ανατολή, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων δεν είναι η όποια λογική αλλά η απόλυτη πεποίθηση ότι σε κάποιους ευλογημένους, έχει αποκαλυφθεί η Αλήθεια και ο Σωστός Δρόμος, ενώ στους υπολοίπους όχι. Ο Ερντογάν και η ισλαμική Τουρκία είναι κατ’ εξοχήν παράδειγμα του φαινομένου αυτού. Κα ιδιαίτερα στο πεδίο των διμερών τουρκο-ισραηλινών σχέσεων, το Ισραήλ θα πρέπει πλέον να συνηθίσει να ζεί με αυτήν την πραγματικότητα. Και, ταυτόχρονα, να αναζητήσει καινούριες περιφερειακές συμμαχίες για να αντισταθμίσει και να εξισορροπήσει μια εχθρική Τουρκία.
Ξεχωριστά το καθένα από τα δυο αυτά γεγονότα, αλλά και τα δύο μαζί επιχειρούν, δια της πλαγίας, να επανασυστήσουν την «χρυσή εποχή» των αμερικανο-τουρκο-ισραηλινών σχέσεων της δεκαετίας του 1980. Η τριγωνική σχέση ανάμεσα σε Ουάσιγκτον, Άγκυρα και Ιερουσαλήμ, άνθισε επί προεδρίας Ρέηγκαν σχεδόν ταυτόχρονα με την αναβίωση του Ψυχρού Πολέμου. Τα γεγονότα που εγκαινίασαν την χρυσή εποχή ανάμεσα στις τρείς χώρες είχαν αρχίσει επί Προεδρίας Κάρτερ. Ήταν η «απώλεια» του στρατηγικού εταίρου των ΗΠΑ και του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, του Σάχη της Περσίας (1978-1979) και η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν (1979).
Η «απώλεια» του Ιράν και, η μετατροπή του από το καθεστώς των μουλλάδων σε μετωπικό εχθρό των Αμερικανών και των Ισραηλινών, τους κατά τον Αγιατολάχ Χομεϊνί «Μεγάλο» και «Μικρό» Σατανά, εκτόξευσε στα ύψη την γεωπολιτική αξία της Τουρκίας στους σχεδιασμούς, πρωτίστως, της Ουάσιγκτον και δευτερευόντως του Ισραήλ. Το αμερικανικό πεντάγωνο εκπόνησε το Δόγμα Γουόλστάτερ (Wohlstetter Doctrine) για την Τουρκία, που καθιστούσε την Ανατολική Τουρκία (Κουρδιστάν) ως το αμερικανικό εφαλτήριο για στρατιωτική επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή. Δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική και οικονομική βοήθεια δόθηκαν από την Ουάσιγκτον στην Άγκυρα, ενώ Τουρκία και Ισραήλ, υπό την καθοδήγηση της Ουάσιγκτον, αναζωογόνησαν την υφιστάμενη από τις αρχές του 1950 στρατιωτική τους συμμαχία. Ουσιαστικά το Ισραήλ ανέλαβε να παρέχει υψηλού επιπέδου τεχνολογία στην Τουρκία, τεχνογνωσία για την κατίσχυση του κουρδικού αντάρτικου, διευκολύνσεις στη διεθνή δανειοδότηση της Τουρκίας και άμεση υποστήριξη των τουρκικών θέσεων σε διεθνή φόρα και κυρίως υποστήριξη των τουρκικών θέσεων στην Ουάσιγκτον κατά των Αρμενίων, της Ελλάδας και της Κύπρου.
Ως αντάλλαγμα το Ισραήλ κέρδισε το «στρατηγικό βάθος» που του προσέφερε η γεωγραφία της Μικράς Ασίας έναντι σημαντικών εχθρών όπως ήταν η Συρία του Άσσαντ, το Ιράκ του Χουσεΐν και το Ιράν των μουλλάδων.
Από τη «χρυσή εποχή» του τριγώνου Ουάσιγκτον – Άγκυρας – Ιερουσαλήμ πέρασαν δυο δεκαετίες με δυο δραματικές διεθνείς εξελίξεις. Προηγήθηκε ο τερματισμός του Ψυχρού Πολέμου και εμφανίστηκε δυναμικά το φαινόμενο του ισλαμικού ριζοσπαστισμού- φονταμενταλισμού και το συναφές με αυτό φαινόμενο του πολιτικού Ισλάμ. Η πιο πρόσφατη έκφανση του πολιτικού / φονταμενταλιστικού Ισλάμ είναι οι χαοτικές πολεμικο – πολιτικές εξελίξεις στον αραβικό κόσμο, σήμερα.
Στο μεσοδιάστημα είχαμε και δυο επιμέρους εξελίξεις. Η μια ήταν η συνεχιζόμενη αδυναμία διευθέτησης του Παλαστινιακού ζητήματος. Το γεγονός αυτό προκάλεσε και προκαλεί τριβές στις αμερικανο-ισραηλινές σχέσεις οι οποίες επί Προεδρίας Ομπάμα εκφράσθηκαν δημόσια και στο υψηλότερο επίπεδο. Τριβές μεταξύ των δυο υφίστανται και για το θέμα του Ιράν που την περίοδο αυτή φαίνεται να κυριαρχούν στις αμερικανο-ισραηλινές σχέσεις.
Η άλλη εξέλιξη ήταν η σταδιακή αποδόμηση της τουρκο-ισραηλινής συμμαχίας. Η αποδόμηση αυτή ναι μεν κλιμακώθηκε επί εποχής του Ισλαμιστή Ερντογάν, αλλά άρχισε πολύ πριν – από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Δυο ήταν οι κύριοι λόγοι. Ο ένας υπήρξε απότοκο της σταδιακής αυτονόμησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από την «καθοδήγηση» της Ουάσιγκτον στην μεταψυχροπολεμική εποχή. Ο άλλος υπήρξε η αυξανόμενη «αυτοπεποίθηση» των Kεμαλιστών ότι δεν είχαν πλέον την ανάγκη του Ισραήλ και της εβραϊκής διασποράς. Ωστόσο, και οι δύο λόγοι δεν ήταν αρκετοί για τη διάρρηξη των σχέσεων ανάμεσα στους δυο συμμάχους.
Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε με την σταθερή άνοδο του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία και τον εσωτερικό αγώνα ισχύος ανάμεσα στους Κεμαλιστές και τους ανερχόμενους ισλαμιστές που είναι παρεμπιπτόντως και θεματικοί του προαναφερθέντος συνεδρίου. Οι ισλαμιστές του Ερντογάν λόγω κυρίως του δημογραφικού (γεννιούνται περισσότεροι θρησκευόμενοι Τούρκοι παρά Τούρκοι Kεμαλιστές) κέρδισαν κατά κράτος, ευνουχίζοντας πολιτικά τους κεμαλιστές. Και χωρίς τους Kεμαλιστές στην εξουσία, ο τουρκο-ισραηλινός άξονας, που ήταν ένας κατ’ εξοχήν εργαλειακός άξονας, είχε ημερομηνία λήξης.
Η αμερικανο-ισραηλινή άσκηση αλλά κυρίως το ισραηλινο-τουρκικό συνέδριο είναι μια (τελευταία;) υψηλού επιπέδου προσπάθεια κάτω από αμερικανική καθοδήγηση, να επανέλθουν οι παλιές καλές εποχές στις σχέσεις ανάμεσα στα τρία κράτη. Η αιτιολογία, κυρίως για την αποκατάσταση σήμερα των σχέσεων Άγκυρας – Ιερουσαλήμ είναι κατ’ αναλογία αντίστοιχη με αυτή της εποχής Ρέηγκαν. Είναι η πολιτική ρευστότητα που προκύπτει από τις χαώδεις εξελίξεις και η απειλή (πραγματική ή μπαμπούλα) ενός φονταμενταλιστικού Ιράν οπλισμένου, τούτη τη φορά, και με πυρηνικά όπλα.
Η κοινή αμερικανο-ισραηλινή άσκηση, η μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα, είναι επαναβεβαίωση της δέσμευσης της Ουάσιγκτον, επί προεδρίας Ομπάμα τούτη τη φορά, για την εξουδετέρωση της όποιας απειλής (σήμερα του Ιράν, αύριο από αλλού) κατά της ασφάλειας του Ισραήλ.
Ως προς το συνέδριο, αυτό οργανώθηκε στο Ισραήλ και στον συγκεκριμένο φορέα καθ’ υπόδειξη της Ουάσιγκτον. Η οργάνωσή του υπήρξε απότοκο της επίσκεψης, πριν περίπου ένα μήνα του αρχηγού της CΙΑ Στρατηγού Πετρέους στην Άγκυρα και στην Ιερουσαλήμ. Οι όποιες προσπάθειες του Πετρέους για άμεση συμφιλίωση με δική του διαμεσολάβηση απέτυχαν, όχι λόγω υπαιτιότητας του Ισραήλ αλλά της Τουρκίας.
Το συγκεκριμένο συνέδριο, με σύνεδρους όπως την πρώην υπουργό Εξωτερικών του Ισραήλ Λίβνι, ίσως να είναι η τελευταία προσπάθεια για να κυριαρχήσει «μια αμερικανική λογική» που σε άλλες εποχές θα υπερακόντιζε τις όποιες διαφορές και προβλήματα. Σήμερα όμως έχουν συντελεστεί ριζοσπαστικές αλλαγές στη Μέση Ανατολή, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων δεν είναι η όποια λογική αλλά η απόλυτη πεποίθηση ότι σε κάποιους ευλογημένους, έχει αποκαλυφθεί η Αλήθεια και ο Σωστός Δρόμος, ενώ στους υπολοίπους όχι. Ο Ερντογάν και η ισλαμική Τουρκία είναι κατ’ εξοχήν παράδειγμα του φαινομένου αυτού. Κα ιδιαίτερα στο πεδίο των διμερών τουρκο-ισραηλινών σχέσεων, το Ισραήλ θα πρέπει πλέον να συνηθίσει να ζεί με αυτήν την πραγματικότητα. Και, ταυτόχρονα, να αναζητήσει καινούριες περιφερειακές συμμαχίες για να αντισταθμίσει και να εξισορροπήσει μια εχθρική Τουρκία.
(ΠΗΓΗ: http://www.elkeda.gr/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου